Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβούνευρο
ουσιαστικό ουδέτερο nerbo ~m~ di bue βούνευρον ουσιαστικό ουδέτερο variante letteraria di [βούνευρο] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |