Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβουνό
ουσιαστικό ουδέτερο 1 monta`gna ~f~; monte ~m~ η Αρκαδία είναι όλο βουνά==l'Arcadia è piena di montagne 2 ((figurato)) cosa ~f~ o lavo`ro ~m~ diffi`cile; co`mpito ~m~ a`rduo; osso ~m~ duro; osta`colo ~m~ insormonta`bile βουνό μού φαίνεται αυτό το διαγώνισμα==quell'esame mi sembra un ostacolo insormontabile, un osso duro da rodere+++βουνό με βουνό δεν σμίγει==chi non muore, si rivede | έχει τύχη βουνό==è nato con la camicia, ha una fortuna sfacciata permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατα ρωσικά βουνά = montagne [θηλ. πλυθ.] russe Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |