Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βουνίσιος  
επίθετο

1 di monta`gna; monta`no βουνίσιος αέρας==aria di montagna
2 persona montana`ro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βούνευρον βουνό  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---