Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβουλώνω
ρήμα μεταβατικό 1 sigilla`re βουλώνω μια επιστολή==sigillare una lettera 2 tappa`re; tura`re βουλώνω μια τρύπα==tappare un buco | τον βούλωσε το στόμα==gli ha tappato, chiuso la bocca || l'ha messo a tacere | βούλωσ' το!==chiudi il becco! βουλώνω ρήμα αμετάβατο ottura`rsi; tura`rsi; intasa`rsi βούλωσε ο αγωγός==la conduttura si è otturata permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |