Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βούκινο  
ουσιαστικό ουδέτερο

storia bu`ccina ~f~ το 'κανε βούκινο==ha gridato la notizia ai quattro venti; ha dato fiato alle trombe | έγινε βούκινο==è sulla bocca di tutti

βούκινον
ουσιαστικό ουδέτερο

variante letteraria di [βούκινο]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βουκεφάλας βουκολικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---