Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tassàbile (επίθ.) tassonòmico (επίθ.)
tassàmetro (ουσ αρσ ) tassonomìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
tassàre (ρ. μτβ.) tàsta (θηλ.ουσ)
tassarsi (ρ.μ. (αντων.)) tastaménto (ουσ αρσ )
tassativaménte (επίρ.) tastàre (ρ. μτβ.)
tassatìvo (επίθ.) tastàta (θηλ.ουσ)
tassàto (επίθ.) tastatina (θηλ.ουσ)
tassatóre (αρσ. επίθ και ουσ) tasteggiàre (ρ. μτβ.)
tassazióne (θηλ.ουσ) tastièra (θηλ.ουσ)
tassellàre (ρ. μτβ.) tastierìsta (ουσ αρσ )
tassellàto (ουσ αρσ ) tàsto (ουσ αρσ )
tassellàto (επίθ.) tastóne (επίρ.)
tassellatùra (θηλ.ουσ) tastóni (επίρ.)
tassèllo (ουσ αρσ ) tàta (ουσ αρσ και θηλ.)
tassésco (επίθ.) tàtaro (αρσ. επίθ και ουσ)
tassétto (ουσ αρσ ) tàttica (θηλ.ουσ)
tassì (ουσ αρσ ) tatticìsmo (ουσ αρσ )
tassìa (θηλ.ουσ) tàttico (ουσ αρσ )
tassiàno (επίθ.) tàttico (επίθ.)
tassidermìa (θηλ.ουσ) tatticóne (ουσ αρσ )
tassìsta (ουσ αρσ και θηλ.) tàttile (επίθ.)
tàsso (ουσ αρσ ) tattilità (θηλ.ουσ)
tassobarbàsso (ουσ αρσ ) tattìsmo (ουσ αρσ )
tassòdio (ουσ αρσ ) tàtto (ουσ αρσ )
tassonomìa (θηλ.ουσ) tatuàggio (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: