ItalianoGreco


tatticóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tattiˈkone]

1 καταφερτζής
2 καπάτσος
3 επιτήδειος
4 κωλοπετσωμένος
5 μάγκας
6 κάλτσα του διαβόλου


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---