Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtattilità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [tattiliˈta] 1 ικανότητα να αισθανθείς 2 αποκριτική ικανότητα σε αισθήσεις permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |