Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtautogràmma
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [tawtoˈgramma] ταυτόγραμμα (ποίημα μεσαιωνικό με λέξεις που αρχίζουν από το ίδιο γράμμα) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |