Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtautologìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [tawtoloˈʤia] 1 πλεονασμός 2 ταυτολογία 3 επανάληψη κάτι ειπωμένου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |