Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tavolàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tavoˈlata]

1 χτύπημα με τραπέζι
2 αριθμός ανθρώπων που κάθονται στο τραπέζι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tavolame tavolato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tavernetta (θηλ.ουσ)
taverniere (ουσ αρσ )
tavola (θηλ.ουσ)
tavolaccio (ουσ αρσ )
tavolame (ουσ αρσ )
tavolata (θηλ.ουσ)
tavolato (ουσ αρσ )
tavoletta (θηλ.ουσ)
tavoliere (ουσ αρσ )
tavolino (ουσ αρσ )
tavolo (ουσ αρσ )
tavolone (ουσ αρσ )
tavolozza (θηλ.ουσ)
taxi, taxì (ουσ αρσ )
taxista (ουσ αρσ και θηλ.)
taylorismo (ουσ αρσ )
tazza (θηλ.ουσ)
tazzetta (θηλ.ουσ)
tazzina (θηλ.ουσ)
te (προσωπ. αντων.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---