Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtavolàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [tavoˈlato] 1 ξύλινο πάτωμα 2 οροπέδιο 3 ξυλεπένδυση τοίχων 4 ξυλόστρωση 5 σανίδωμα 6 σανίδωση 7 επίστρωση με σανίδες 8 ξυλεπένδυση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |