Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtavolière
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [tavoˈljɛre] 1 ομαλό οροπέδιο 2 πλάκα σκακιού ή ντάμας 3 σκακιέρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |