Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


teatìno  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [teaˈtino]

κληρικός του τάγματος του αγίου Γκαετάνο (που ιδρύθηκε το 1524)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tea teatrabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tazzetta (θηλ.ουσ)
tazzina (θηλ.ουσ)
te (προσωπ. αντων.)
(ουσ αρσ )
tea (επίθ.)
teatino (αρσ. επίθ και ουσ)
teatrabile (επίθ.)
teatrale (επίθ.)
teatralità (θηλ.ουσ)
teatralmente (επίρ.)
teatrante (ουσ αρσ και θηλ.)
teatrino (ουσ αρσ )
teatro (ουσ αρσ )
teatrone (ουσ αρσ )
tebaide (θηλ.ουσ)
tebaina (θηλ.ουσ)
tebaismo (ουσ αρσ )
tebano (ουσ αρσ )
tebano (επίθ.)
Tebe (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---