Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόteatìno
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [teaˈtino] κληρικός του τάγματος του αγίου Γκαετάνο (που ιδρύθηκε το 1524) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |