Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


teatróne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [teaˈtrone]

1 μεγάλο σουξέ θεατρικό
2 μεγάλο θέατρο
3 πιένες (θέατρο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  teatro tebaide  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

teatralità (θηλ.ουσ)
teatralmente (επίρ.)
teatrante (ουσ αρσ και θηλ.)
teatrino (ουσ αρσ )
teatro (ουσ αρσ )
teatrone (ουσ αρσ )
tebaide (θηλ.ουσ)
tebaina (θηλ.ουσ)
tebaismo (ουσ αρσ )
tebano (ουσ αρσ )
tebano (επίθ.)
Tebe (θηλ.ουσ)
teca (θηλ.ουσ)
tecca (θηλ.ουσ)
teccola (θηλ.ουσ)
technicolor (ουσ αρσ )
tecla (θηλ.ουσ)
tecneto (ουσ αρσ )
tecnezio (ουσ αρσ )
tecnica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---