ItalianoGreco


tèca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtɛka]

1 θήκη σπόρων βρύου
2 θήκη μαρσιποφόρου
3 μάρσιπος
4 θήκη
5 έλυτρο
6 λειψανοθήκη
7 λάρνακα
8 νεκροθήκη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---