Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tèca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtɛka]

1 θήκη σπόρων βρύου
2 θήκη μαρσιποφόρου
3 μάρσιπος
4 θήκη
5 έλυτρο
6 λειψανοθήκη
7 λάρνακα
8 νεκροθήκη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Tebe tecca  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tebaina (θηλ.ουσ)
tebaismo (ουσ αρσ )
tebano (ουσ αρσ )
tebano (επίθ.)
Tebe (θηλ.ουσ)
teca (θηλ.ουσ)
tecca (θηλ.ουσ)
teccola (θηλ.ουσ)
technicolor (ουσ αρσ )
tecla (θηλ.ουσ)
tecneto (ουσ αρσ )
tecnezio (ουσ αρσ )
tecnica (θηλ.ουσ)
tecnicamente (επίρ.)
tecnicismo (ουσ αρσ )
tecnicità (θηλ.ουσ)
tecnicizzare (ρ. μτβ.)
tecnico (ουσ αρσ )
tecnico (επίθ.)
tecnigrafo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---