Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtecnicìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [tekniˈʧizmo] 1 λεπτομέρεια για ειδικούς 2 τεχνικότητα 3 τεχνική λεπτομέρεια 4 τεχνική έκφρασης 5 τεχνικός χαρακτήρας έργου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |