Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtècnico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈtɛkniko] ο τεχνικός tècnico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈtɛkniko] τεχνικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |