Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tècnico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtɛkniko]

ο τεχνικός

tècnico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈtɛkniko]

τεχνικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tecnicizzare tecnigrafo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tecnica (θηλ.ουσ)
tecnicamente (επίρ.)
tecnicismo (ουσ αρσ )
tecnicità (θηλ.ουσ)
tecnicizzare (ρ. μτβ.)
tecnico (ουσ αρσ )
tecnico (επίθ.)
tecnigrafo (ουσ αρσ )
tecnocrate (ουσ αρσ και θηλ.)
tecnocratico (επίθ.)
tecnocrazia (θηλ.ουσ)
tecnografico (επίθ.)
tecnologia (θηλ.ουσ)
tecnologico (επίθ.)
tecnologizzare (ρ. μτβ.)
tecnopatia (θηλ.ουσ)
tecnopolimero (ουσ αρσ )
tecnostruttura (θηλ.ουσ)
teco (αντων.)
teda (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---