Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tecnicità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tekniʧiˈta]

1 λεπτομέρεια για ειδικούς
2 τεχνική λεπτομέρεια
3 τεχνικός χαρακτήρας έργου
4 τεχνικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tecnicismo tecnicizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tecneto (ουσ αρσ )
tecnezio (ουσ αρσ )
tecnica (θηλ.ουσ)
tecnicamente (επίρ.)
tecnicismo (ουσ αρσ )
tecnicità (θηλ.ουσ)
tecnicizzare (ρ. μτβ.)
tecnico (ουσ αρσ )
tecnico (επίθ.)
tecnigrafo (ουσ αρσ )
tecnocrate (ουσ αρσ και θηλ.)
tecnocratico (επίθ.)
tecnocrazia (θηλ.ουσ)
tecnografico (επίθ.)
tecnologia (θηλ.ουσ)
tecnologico (επίθ.)
tecnologizzare (ρ. μτβ.)
tecnopatia (θηλ.ουσ)
tecnopolimero (ουσ αρσ )
tecnostruttura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---