Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tàttico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtattiko]

ειδικός στην χάραξη τακτικής

tàttico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈtattiko]

1 συστηματικός
2 τακτικός
3 συστηματοποιημένος
4 μεθοδικός
5 συνεπής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tatticismo tatticone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tastoni (επίρ.)
tata (ουσ αρσ και θηλ.)
tataro (αρσ. επίθ και ουσ)
tattica (θηλ.ουσ)
tatticismo (ουσ αρσ )
tattico (ουσ αρσ )
tattico (επίθ.)
tatticone (ουσ αρσ )
tattile (επίθ.)
tattilità (θηλ.ουσ)
tattismo (ουσ αρσ )
tatto (ουσ αρσ )
tatuaggio (ουσ αρσ )
tatuare (ρ. μτβ.)
tatuato (επίθ.)
tau (ουσ αρσ και θηλ.)
taumaturgia (θηλ.ουσ)
taumaturgico (επίθ.)
taumaturgo (ουσ αρσ )
taurina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---