Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tastatina  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tastaˈtina]

1 πασπάτεμα
2 ψαχούλεμα
3 ψαύση
4 ελαφρά ψηλάφηση
5 ελαφρό άγγιγμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tastata tasteggiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tassonomista (ουσ αρσ και θηλ.)
tasta (θηλ.ουσ)
tastamento (ουσ αρσ )
tastare (ρ. μτβ.)
tastata (θηλ.ουσ)
tastatina (θηλ.ουσ)
tasteggiare (ρ. μτβ.)
tastiera (θηλ.ουσ)
tastierista (ουσ αρσ )
tasto (ουσ αρσ )
tastone (επίρ.)
tastoni (επίρ.)
tata (ουσ αρσ και θηλ.)
tataro (αρσ. επίθ και ουσ)
tattica (θηλ.ουσ)
tatticismo (ουσ αρσ )
tattico (ουσ αρσ )
tattico (επίθ.)
tatticone (ουσ αρσ )
tattile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---