ItalianoGreco


tastaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tastaˈmento]

1 άγγιγμα
2 ψηλάφηση
3 πασπάτεμα
4 ακούμπημα
5 ψαύση
6 πιάσιμο
7 ψαχούλεμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---