Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tàsta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtasta]

1 τάπα
2 πώμα
3 ταμπόν
4 ιατρικό πώμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tassonomista tastamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tassobarbasso (ουσ αρσ )
tassodio (ουσ αρσ )
tassonomia (θηλ.ουσ)
tassonomico (επίθ.)
tassonomista (ουσ αρσ και θηλ.)
tasta (θηλ.ουσ)
tastamento (ουσ αρσ )
tastare (ρ. μτβ.)
tastata (θηλ.ουσ)
tastatina (θηλ.ουσ)
tasteggiare (ρ. μτβ.)
tastiera (θηλ.ουσ)
tastierista (ουσ αρσ )
tasto (ουσ αρσ )
tastone (επίρ.)
tastoni (επίρ.)
tata (ουσ αρσ και θηλ.)
tataro (αρσ. επίθ και ουσ)
tattica (θηλ.ουσ)
tatticismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---