Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tàsto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtasto]

το πλήκτρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tastierista tastone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tastata (θηλ.ουσ)
tastatina (θηλ.ουσ)
tasteggiare (ρ. μτβ.)
tastiera (θηλ.ουσ)
tastierista (ουσ αρσ )
tasto (ουσ αρσ )
tastone (επίρ.)
tastoni (επίρ.)
tata (ουσ αρσ και θηλ.)
tataro (αρσ. επίθ και ουσ)
tattica (θηλ.ουσ)
tatticismo (ουσ αρσ )
tattico (ουσ αρσ )
tattico (επίθ.)
tatticone (ουσ αρσ )
tattile (επίθ.)
tattilità (θηλ.ουσ)
tattismo (ουσ αρσ )
tatto (ουσ αρσ )
tatuaggio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---