ItalianoGreco


tassatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [tassaˈtore]

1 οργανισμός που επιβάλλει φόρους ή τέλη
2 φορολογούσα αρχή


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---