Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtassellàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [tasselˈlare] 1 σφηνώνω 2 ψηφοθετώ 3 κόβω κάτι σε σχήμα σφήνας (πχ δοκιμάζω καρπούζι) 4 υποστυλώνω 5 ενισχύω 6 τοποθετώ συνδετικό πείρο 7 ενισχύω με σφήνα ή ξυλόκαρφο 8 κατασκευάζω ψηφιδωτό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |