Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtassidermìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [tassiderˈmia] 1 ζωοταριχεία 2 βαλσάμωμα 3 τέχνη βαλσαμώματος ζώων 4 τέχνη ταρίχευσης ζώων 5 ταρίχευση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |