Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tassésco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [tasˈsesko]

ο του Τορκουάτο Τάσσο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tassello tassetto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tassellare (ρ. μτβ.)
tassellato (ουσ αρσ )
tassellato (επίθ.)
tassellatura (θηλ.ουσ)
tassello (ουσ αρσ )
tassesco (επίθ.)
tassetto (ουσ αρσ )
tassì (ουσ αρσ )
tassia (θηλ.ουσ)
tassiano (επίθ.)
tassidermia (θηλ.ουσ)
tassista (ουσ αρσ και θηλ.)
tasso (ουσ αρσ )
tassobarbasso (ουσ αρσ )
tassodio (ουσ αρσ )
tassonomia (θηλ.ουσ)
tassonomico (επίθ.)
tassonomista (ουσ αρσ και θηλ.)
tasta (θηλ.ουσ)
tastamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---