Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tassatìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [tassaˈtivo]

1 αναμφίβολος
2 ρητός
3 κατηγορηματικός
4 απόλυτος
5 καθορισμένος
6 οριστικός
7 συγκεκριμένος
8 σαφής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tassativamente tassato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tassabile (επίθ.)
tassametro (ουσ αρσ )
tassare (ρ. μτβ.)
tassarsi (ρ.μ. (αντων.))
tassativamente (επίρ.)
tassativo (επίθ.)
tassato (επίθ.)
tassatore (αρσ. επίθ και ουσ)
tassazione (θηλ.ουσ)
tassellare (ρ. μτβ.)
tassellato (ουσ αρσ )
tassellato (επίθ.)
tassellatura (θηλ.ουσ)
tassello (ουσ αρσ )
tassesco (επίθ.)
tassetto (ουσ αρσ )
tassì (ουσ αρσ )
tassia (θηλ.ουσ)
tassiano (επίθ.)
tassidermia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---