Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tassàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [tasˈsare]

1 επιβαρύνω με τέλη
2 δασμολογώ
3 φορολογώ

tassarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [tasˈsarsi]

1 φορολογούμαι
2 συμφωνώ στην καταβολή τελών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tassametro tassativamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tasmaniano (επίθ.)
taso (θηλ.ουσ)
tassa (θηλ.ουσ)
tassabile (επίθ.)
tassametro (ουσ αρσ )
tassare (ρ. μτβ.)
tassarsi (ρ.μ. (αντων.))
tassativamente (επίρ.)
tassativo (επίθ.)
tassato (επίθ.)
tassatore (αρσ. επίθ και ουσ)
tassazione (θηλ.ουσ)
tassellare (ρ. μτβ.)
tassellato (ουσ αρσ )
tassellato (επίθ.)
tassellatura (θηλ.ουσ)
tassello (ουσ αρσ )
tassesco (επίθ.)
tassetto (ουσ αρσ )
tassì (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---