Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtassazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [tassatˈtsjone] 1 επιβολή φόρων 2 φορολόγηση 3 φορολογία 4 δασμολόγηση 5 επιβολή τελών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |