Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tassàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [tasˈsabile]

1 φορολογητέος
2 φορολογήσιμος
3 υποκείμενος σε καταβολή παραβόλου
4 υποκείμενος σε καταβολή διδάκτρων
5 υποκείμενος σε καταβολή τελών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tassa tassametro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

task (ουσ αρσ )
tasmaniano (ουσ αρσ )
tasmaniano (επίθ.)
taso (θηλ.ουσ)
tassa (θηλ.ουσ)
tassabile (επίθ.)
tassametro (ουσ αρσ )
tassare (ρ. μτβ.)
tassarsi (ρ.μ. (αντων.))
tassativamente (επίρ.)
tassativo (επίθ.)
tassato (επίθ.)
tassatore (αρσ. επίθ και ουσ)
tassazione (θηλ.ουσ)
tassellare (ρ. μτβ.)
tassellato (ουσ αρσ )
tassellato (επίθ.)
tassellatura (θηλ.ουσ)
tassello (ουσ αρσ )
tassesco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---