Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtàssa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈtassa] ο φόρος, ο δασμός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαesente da tasse = αφορολόγιστος [-η, -ο] || tassa [θηλ.] d'iscrizione = το ποσόν εγγραφής Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |