Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

educandàto (ουσ αρσ ) effèndi (ουσ αρσ )
educàre (ρ. μτβ.) efferatézza (θηλ.ουσ)
educataménte (επίρ.) efferàto (επίθ.)
educatìvo (επίθ.) efferènte (επίθ.)
educàto (επίθ.) effervescènte (επίθ.)
educatóre (ουσ αρσ ) effervescènza (θηλ.ουσ)
educazióne (θηλ.ουσ) effettivaménte (επίρ.)
edulcorànte (ουσ αρσ ) effettività (θηλ.ουσ)
edulcorànte (επίθ.) effettìvo (ουσ αρσ )
edulcoràre (ρ. μτβ.) effettìvo (επίθ.)
edùle (επίθ.) effètto (ουσ αρσ )
efèbico (επίθ.) effettóre (ουσ αρσ )
efèbo, èfebo (ουσ αρσ ) effettuàbile (επίθ.)
efedrìna (θηλ.ουσ) effettuabilità (θηλ.ουσ)
efèlide (θηλ.ουσ) effettuàle (επίθ.)
efèmera (θηλ.ουσ) effettuàre (ρ. μτβ.)
Èfeso (κύρ.όν. θηλ.) effettuarsi (ρ.μ. (αντων.))
èffe (ουσ αρσ και θηλ.) effettuazióne (θηλ.ουσ)
effemèride (θηλ.ουσ) efficàce (επίθ.)
effemerotèca (θηλ.ουσ) efficaceménte (επίρ.)
effeminàre (ρ. μτβ.) efficàcia (θηλ.ουσ)
effeminarsi (ρ.μ. (αντων.)) efficiènte (επίθ.)
effeminatézza (θηλ.ουσ) efficienteménte (επίρ.)
effeminàto (ουσ αρσ ) efficientìsmo (ουσ αρσ )
effeminàto (επίθ.) efficiènza (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: