Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disponibilità (θηλ.ουσ) disputàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disporsi (ρ.μ. (αντων.)) disputarsi (ρ.μ. (αντων.))
dispórre (ρ.αμτβ.) disputatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
dispórre (ρ. μτβ.) disquisìre (ρ.αμτβ.)
dispositìvo (ουσ αρσ ) disquisitóre (ουσ αρσ )
dispositìvo (επίθ.) disquisizióne (θηλ.ουσ)
disposizióne (θηλ.ουσ) dissacràre (ρ. μτβ.)
dispósto (ουσ αρσ ) dissacratóre (αρσ. επίθ και ουσ)
dispósto (επίθ.) dissacrazióne (θηλ.ουσ)
dispòtico (επίθ.) dissalàre (ρ. μτβ.)
dispotìsmo (ουσ αρσ ) dissalarsi (ρ.μ. (αντων.))
dispregiàre (ρ. μτβ.) dissalatóre (ουσ αρσ )
dispregiatìvo (ουσ αρσ ) dissalazióne (θηλ.ουσ)
dispregiatìvo (επίθ.) dissaldàre (ρ. μτβ.)
dispregiatóre (αρσ. επίθ και ουσ) dissanguaménto (ουσ αρσ )
disprègio (ουσ αρσ ) dissanguàre (ρ. μτβ.)
disprezzàbile (επίθ.) dissanguarsi (ρ.μ. (αντων.))
disprezzàre (ρ. μτβ.) dissanguàto (επίθ.)
disprezzarsi (ρ.μ. (αντων.)) dissapóre (ουσ αρσ )
disprezzatóre (αρσ. επίθ και ουσ) dissecàre (ρ. μτβ.)
disprèzzo (ουσ αρσ ) disseccàre (ρ. μτβ.)
dispròsio (ουσ αρσ ) disseccarsi (ρ.μ. (αντων.))
dìsputa (θηλ.ουσ) disseccatìvo (επίθ.)
disputàbile (επίθ.) disselciàre (ρ. μτβ.)
disputabilità (θηλ.ουσ) dissellàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: