Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

condursi (ρ.μ. (αντων.)) conferìre (ρ. μτβ.)
conduttànza (θηλ.ουσ) conférma (θηλ.ουσ)
conduttività (θηλ.ουσ) confermàre (ρ. μτβ.)
conduttìvo (επίθ.) confermàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
conduttometrìa (θηλ.ουσ) confermatìvo (επίθ.)
conduttòmetro (ουσ αρσ ) confermazióne (θηλ.ουσ)
conduttóre (αρσ. επίθ και ουσ) confessàbile (επίθ.)
conduttùra (θηλ.ουσ) confessàre (ρ. μτβ.)
conduzióne (θηλ.ουσ) confessàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
conestàbile (ουσ αρσ ) confessionàle (αρσ. επίθ και ουσ)
confabulàre (ρ.αμτβ.) confessióne (θηλ.ουσ)
confabulazióne (θηλ.ουσ) confèsso (επίθ.)
confacènte (επίθ.) confessóre (ουσ αρσ )
confagrìcolo (επίθ.) confettàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
confàrsi (ρ. μ. αμτβ.) confetterìa (θηλ.ουσ)
confederàle (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) confettièra (θηλ.ουσ)
confederàre (ρ. μτβ.) confettière (ουσ αρσ )
confederàrsi (ρ. μ. αμτβ.) confètto (αρσ. επίθ και ουσ)
confederatìvo (επίθ.) confettùra (θηλ.ουσ)
confederàto (αρσ. επίθ και ουσ) confezionàre (ρ. μτβ.)
confederazióne (θηλ.ουσ) confezionàto (επίθ.)
conferènza (θηλ.ουσ) confezionatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
conferenzière (ουσ αρσ ) confezionatrìce (θηλ.ουσ)
conferiménto (ουσ αρσ ) confezióne (θηλ.ουσ)
conferìre (ρ.αμτβ.) confezionìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: