Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

attributìvo (επίθ.) audàce (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
attribùto (ουσ αρσ ) audàcia (θηλ.ουσ)
attribuzióne (θηλ.ουσ) àudio (αρσ. επίθ και ουσ)
attrìce (θηλ.ουσ) audiofrequènza (θηλ.ουσ)
attristàre (ρ. μτβ.) audiolinguìstico (επίθ.)
attristìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) audiologìa (θηλ.ουσ)
attristirsi (ρ.μ. (αντων.)) audiòmetro (ουσ αρσ )
attrìto (ουσ αρσ ) audiovisìvo (αρσ. επίθ και ουσ)
attrizióne (θηλ.ουσ) auditóre (ουσ αρσ )
attruppaménto (ουσ αρσ ) auditòrio (ουσ αρσ )
attruppàre (ρ. μτβ.) audizióne (θηλ.ουσ)
attruppàrsi (ρ. μ. αμτβ.) aùf (επιφ.)
attuàbile (επίθ.) àuge (θηλ.ουσ)
attuabilità (θηλ.ουσ) augèllo (ουσ αρσ )
attuàle (επίθ.) auguràbile (επίθ.)
attualità (θηλ.ουσ) auguràle (επίθ.)
attualizzàre (ρ. μτβ.) auguràre (ρ. μτβ.)
attualménte (επίρ.) augurarsi (ρ.μ. (αντων.))
attuàre (ρ. μτβ.) àugure (αρσ. επίθ και ουσ)
attuàrsi (ρ. μ. αμτβ.) augùrio (ουσ αρσ )
attuariàle (επίθ.) augùsto (αρσ. επίθ και ουσ)
attuàrio (ουσ αρσ ) àula (θηλ.ουσ)
attuazióne (θηλ.ουσ) àulico (επίθ.)
attutìre (ρ. μτβ.) aulìre (ρ.αμτβ.)
attutìrsi (ρ. μ. αμτβ.) aumentàbile (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: