Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


attrizióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [attritˈtsjone]

1 συντριβή
2 μεταμέλεια
3 φθορά λόγω τριβής
4 τριβή
5 φθορά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  attrito attruppamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

attrice (θηλ.ουσ)
attristare (ρ. μτβ.)
attristire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
attristirsi (ρ.μ. (αντων.))
attrito (ουσ αρσ )
attrizione (θηλ.ουσ)
attruppamento (ουσ αρσ )
attruppare (ρ. μτβ.)
attrupparsi (ρ. μ. αμτβ.)
attuabile (επίθ.)
attuabilità (θηλ.ουσ)
attuale (επίθ.)
attualità (θηλ.ουσ)
attualizzare (ρ. μτβ.)
attualmente (επίρ.)
attuare (ρ. μτβ.)
attuarsi (ρ. μ. αμτβ.)
attuariale (επίθ.)
attuario (ουσ αρσ )
attuazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---