Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόattrizióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [attritˈtsjone] 1 συντριβή 2 μεταμέλεια 3 φθορά λόγω τριβής 4 τριβή 5 φθορά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |