Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


attuabilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [attuabiliˈta]

1 υλοποίηση
2 δυνατότητα πραγματοποίησης
3 επιτευξιμότητα
4 κατορθωσιμότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  attuabile attuale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

attrizione (θηλ.ουσ)
attruppamento (ουσ αρσ )
attruppare (ρ. μτβ.)
attrupparsi (ρ. μ. αμτβ.)
attuabile (επίθ.)
attuabilità (θηλ.ουσ)
attuale (επίθ.)
attualità (θηλ.ουσ)
attualizzare (ρ. μτβ.)
attualmente (επίρ.)
attuare (ρ. μτβ.)
attuarsi (ρ. μ. αμτβ.)
attuariale (επίθ.)
attuario (ουσ αρσ )
attuazione (θηλ.ουσ)
attutire (ρ. μτβ.)
attutirsi (ρ. μ. αμτβ.)
audace (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
audacia (θηλ.ουσ)
audio (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---