Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


attuàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [attuˈare]

1 επιδρώ
2 επιφέρω
3 καταφέρνω
4 πραγματοποιώ
5 κάνω πράξη

attuàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [attuˈarsi]

1 υλοποιούμαι
2 αληθεύω
3 πραγματοποιούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  attualmente attuariale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

attuabilità (θηλ.ουσ)
attuale (επίθ.)
attualità (θηλ.ουσ)
attualizzare (ρ. μτβ.)
attualmente (επίρ.)
attuare (ρ. μτβ.)
attuarsi (ρ. μ. αμτβ.)
attuariale (επίθ.)
attuario (ουσ αρσ )
attuazione (θηλ.ουσ)
attutire (ρ. μτβ.)
attutirsi (ρ. μ. αμτβ.)
audace (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
audacia (θηλ.ουσ)
audio (αρσ. επίθ και ουσ)
audiofrequenza (θηλ.ουσ)
audiolinguistico (επίθ.)
audiologia (θηλ.ουσ)
audiometro (ουσ αρσ )
audiovisivo (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---