Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόattuàrio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [attuˈarjo] 1 γραμματέας 2 εμπειρογνώμων ασφαλίσεων 3 ασφαλιστής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |