Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


audàcia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [awˈdaʧa]

1 αυθάδεια
2 τολμηρή πράξη
3 αναίδεια
4 προκλητικότητα
5 θράσος
6 θάρρος
7 τόλμη
8 αποκοτιά
9 απερισκεψία
10 τρέλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  audace audio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

attuario (ουσ αρσ )
attuazione (θηλ.ουσ)
attutire (ρ. μτβ.)
attutirsi (ρ. μ. αμτβ.)
audace (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
audacia (θηλ.ουσ)
audio (αρσ. επίθ και ουσ)
audiofrequenza (θηλ.ουσ)
audiolinguistico (επίθ.)
audiologia (θηλ.ουσ)
audiometro (ουσ αρσ )
audiovisivo (αρσ. επίθ και ουσ)
auditore (ουσ αρσ )
auditorio (ουσ αρσ )
audizione (θηλ.ουσ)
auf (επιφ.)
auge (θηλ.ουσ)
augello (ουσ αρσ )
augurabile (επίθ.)
augurale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---