audàcia
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [awˈdaʧa]
1 αυθάδεια
2 τολμηρή πράξη
3 αναίδεια
4 προκλητικότητα
5 θράσος
6 θάρρος
7 τόλμη
8 αποκοτιά
9 απερισκεψία
10 τρέλα
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [awˈdaʧa]
1 αυθάδεια
2 τολμηρή πράξη
3 αναίδεια
4 προκλητικότητα
5 θράσος
6 θάρρος
7 τόλμη
8 αποκοτιά
9 απερισκεψία
10 τρέλα
permalink
audacia (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android