Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


auditòrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [awdiˈtɔrjo]

1 αίθουσα συναυλιών
2 στούντιο
3 τμήμα κτιρίου για ακροατήριο
4 αίθουσα δημοσίων συναθροίσεων
5 κτίριο δημοσίων συνελεύσεων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  auditore audizione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

audiolinguistico (επίθ.)
audiologia (θηλ.ουσ)
audiometro (ουσ αρσ )
audiovisivo (αρσ. επίθ και ουσ)
auditore (ουσ αρσ )
auditorio (ουσ αρσ )
audizione (θηλ.ουσ)
auf (επιφ.)
auge (θηλ.ουσ)
augello (ουσ αρσ )
augurabile (επίθ.)
augurale (επίθ.)
augurare (ρ. μτβ.)
augurarsi (ρ.μ. (αντων.))
augure (αρσ. επίθ και ουσ)
augurio (ουσ αρσ )
augusto (αρσ. επίθ και ουσ)
aula (θηλ.ουσ)
aulico (επίθ.)
aulire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---