Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


àugure  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈawgure]

1 οιωνοσκόπος
2 μάντης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  augurarsi augurio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

augello (ουσ αρσ )
augurabile (επίθ.)
augurale (επίθ.)
augurare (ρ. μτβ.)
augurarsi (ρ.μ. (αντων.))
augure (αρσ. επίθ και ουσ)
augurio (ουσ αρσ )
augusto (αρσ. επίθ και ουσ)
aula (θηλ.ουσ)
aulico (επίθ.)
aulire (ρ.αμτβ.)
aumentabile (επίθ.)
aumentare (ρ.αμτβ.)
aumentare (ρ. μτβ.)
aumento (ουσ αρσ )
aura (θηλ.ουσ)
aureo (επίθ.)
aureola (θηλ.ουσ)
aureolare (επίθ.)
aurica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---