Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόauménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [awˈmento] η αύξηση permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαaumento [αρσ.] di stipendio = η αύξηση μισθού || in aumento = σε άνοδο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |