Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


auricolàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [awrikoˈlato]

έχων αυτιά ή κόλπους


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  auricolare aurifero  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aurica (θηλ.ουσ)
aurico (επίθ.)
auricola (θηλ.ουσ)
auricolare (ουσ αρσ )
auricolare (επίθ.)
auricolato (επίθ.)
aurifero (επίθ.)
auriga (ουσ αρσ )
aurora (θηλ.ουσ)
aurorale (επίθ.)
auroso (επίθ.)
auscultare (ρ. μτβ.)
auscultazione (θηλ.ουσ)
ausiliare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ausiliaria (θηλ.ουσ)
ausiliario (επίθ.)
ausiliatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ausiliatrice (θηλ.ουσ)
ausilio (ουσ αρσ )
auspicabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---