Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


auscultàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [awskulˈtare]

στηθοσκοπώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  auroso auscultazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aurifero (επίθ.)
auriga (ουσ αρσ )
aurora (θηλ.ουσ)
aurorale (επίθ.)
auroso (επίθ.)
auscultare (ρ. μτβ.)
auscultazione (θηλ.ουσ)
ausiliare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ausiliaria (θηλ.ουσ)
ausiliario (επίθ.)
ausiliatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ausiliatrice (θηλ.ουσ)
ausilio (ουσ αρσ )
auspicabile (επίθ.)
auspicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
auspicato (επίθ.)
auspice (αρσ. επίθ και ουσ)
auspicio (ουσ αρσ )
austerità (θηλ.ουσ)
austero (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---