Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ausiliària  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [awziˈljarja]

γυναίκα μέλος βοηθητικού στρατιωτικού σώματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ausiliare ausiliario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aurorale (επίθ.)
auroso (επίθ.)
auscultare (ρ. μτβ.)
auscultazione (θηλ.ουσ)
ausiliare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ausiliaria (θηλ.ουσ)
ausiliario (επίθ.)
ausiliatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ausiliatrice (θηλ.ουσ)
ausilio (ουσ αρσ )
auspicabile (επίθ.)
auspicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
auspicato (επίθ.)
auspice (αρσ. επίθ και ουσ)
auspicio (ουσ αρσ )
austerità (θηλ.ουσ)
austero (επίθ.)
australe (επίθ.)
Australia (θηλ.ουσ)
australiano (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---