Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


australiàno  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [awstraˈljano]

αυστραλιανός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Australia Austria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

auspicio (ουσ αρσ )
austerità (θηλ.ουσ)
austero (επίθ.)
australe (επίθ.)
Australia (θηλ.ουσ)
australiano (αρσ. επίθ και ουσ)
Austria (θηλ.ουσ)
austriaco (ουσ αρσ )
austriaco (επίθ.)
austro (ουσ αρσ )
autarchia (θηλ.ουσ)
autarchico (επίθ.)
autentica (θηλ.ουσ)
autenticare (ρ. μτβ.)
autenticazione (θηλ.ουσ)
autenticità (θηλ.ουσ)
autentico (επίθ.)
autentificare (ρ. μτβ.)
autiere (ουσ αρσ )
autismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---