Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόautàrchico
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [awˈtarkiko] 1 αυταρχικός (πολιτική) 2 ανεξάρτητος 3 αυτάρκης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |