Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


autàrchico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [awˈtarkiko]

1 αυταρχικός (πολιτική)
2 ανεξάρτητος
3 αυτάρκης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  autarchia autentica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Austria (θηλ.ουσ)
austriaco (ουσ αρσ )
austriaco (επίθ.)
austro (ουσ αρσ )
autarchia (θηλ.ουσ)
autarchico (επίθ.)
autentica (θηλ.ουσ)
autenticare (ρ. μτβ.)
autenticazione (θηλ.ουσ)
autenticità (θηλ.ουσ)
autentico (επίθ.)
autentificare (ρ. μτβ.)
autiere (ουσ αρσ )
autismo (ουσ αρσ )
autista (ουσ αρσ και θηλ.)
autistico (επίθ.)
auto (θηλ.ουσ)
autoabbronzante (ουσ αρσ )
autoaccensione (θηλ.ουσ)
autoaccusa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---